πάρα

πάρα
Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα εδάφη Ροραΐμα στα ΒΔ και Αμαπά στα ΒΑ. Έχει έκταση 1.246.833 τ. χλμ. πρωτεύουσά της είναι η Μπελέμ. Αποτελείται από μια εκτεταμένη σειρά βαθυπέδων, που υψώνονται βαθμιαία προς τα Β του ορεινού όγκου της Γουιάνας και προς τα Ν του οροπεδίου της Βραζιλίας. Τα βαθύπεδα αυτά αποτελούν το κατώτερο τμήμα της τεράστιας λεκάνης του Αμαζονίου, ο οποίος διαρρέει την περιοχή από Δ προς Α και εκβάλλει στον Ατλαντικό με δύο βραχίονες, τον Αμαζόνιο και τον Παρά, στον οποίο οφείλει η πολιτεία και το όνομά της. Ο Παρά έχει μήκος 200 χλμ. περίπου και το βάθος του φτάνει τα 40 μ. Ρέει κατά μήκος της νότιας και ανατολικής ακτής του νησιού Μαραχό. Στον ποταμό αυτό σημειώνονται παλίρροιες που διαρκούν μισή μέρα και φτάνουν σε ύψος τα 3,5 μ. Σε ορισμένες περιπτώσεις δημιουργείται ένα παλιρροϊκό κύμα που είναι γνωστό με την ονομασία πορορόκα. Ο ποταμός αυτός αποτελεί πρόσφορη οδό εισόδου στον Αμαζόνιο και τον Ατλαντικό ωκεανό. Το θερμότατο και αρκετά υγρό κλίμα, η παρουσία υγρών δασών, που εμποδίζουν τις καλλιέργειες και τις συγκοινωνίες, και η κατάσταση υπανάπτυξης των ιθαγενών αποτελούν εμπόδιο στην ανάπτυξη του εδάφους, παρά τον μεγάλο γεωργικό, δασικό και ορυκτό πλούτο της πολιτείας. Η οικονομία βασίζεται σήμερα στην εκμετάλλευση των δασών (καουτσούκ, καρύδες της Βραζιλίας, φαρμακευτικά φυτά, δομική ξυλεία), στη γεωργία (ζαχαροκάλαμο, ρύζι, βαμβάκι, κακάο, καπνός, μανιόκα, καλαμπόκι, ελαιούχοι σπόροι) και στην εκμετάλλευση των χρυσοφόρων και αδαμαντοφόρων κοιτασμάτων. Το «θέατρο ντα Παζ», του 19ου αιώνα, στην πρωτεύουσα της Πολιτείας Μπελέμ, που ιδρύθηκε στις αρχές του 17ου αιώνα. Σκάφη στον Τοκάντινς, παραπόταμο του Pio, Παρά.
* * *
ΝΑ
βλ. παρά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παρά — beside indeclform (prep) πᾱρά , πηρός disabled in a limb neut nom/voc/acc pl (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc/acc dual (doric) πᾱρά̱ , πηρός disabled in a limb fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάρα — παρά beside indeclform (prep) πά̱ρᾱ , πῆρος loss of strength neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… …   Dictionary of Greek

  • παρά — Α. Ως πρόθεση συντάσσεται πάντοτε με αιτιατική και σημαίνει: 1. αφαίρεση, πλην: Είναι η ώρα πέντε παρά τρία λεπτά. 2. εκτός από: Δε θα δεχτώ τίποτε παρά μόνο ένα γλυκό, για να μη σας προσβάλω.   Β. Ως σύνδεσμος σημαίνει ή χρησιμοποιείται: 1. αντί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρά ποδί — Α (κατά τον Ησύχ.) «παρὰ τοῑς ποσί» …   Dictionary of Greek

  • παρα-αμινο-βενζοϊκός — ή, ό φρ. «παρα αμινο βενζοϊκό οξύ» (βιοχ. φυσιολ.) όξινο αμινοπαράγωγο που σχηματίζεται από π τολουιδίνη κατά την οξείδωση, αφού η αμινομάδα προστατευθεί με ακετυλίωση, και το οποίο χρησιμοποιείται για την παρασκευή αζωχρωμάτων …   Dictionary of Greek

  • παρα-αμινοσαλικυλικός — ή, ό φρ. «παρα αμινοσαλικυλικό οξύ» (φαρμ.) οργανική αρωματική ένωση, χημειοθεραπευτικό φάρμακο που χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το ισονιαζίθιο ή με τη στρεπτομυκίνη στη θεραπεία τής φυματίωσης …   Dictionary of Greek

  • παρα-αμινοϊππουρικός — ή, ό φρ. «παρα αμινοϊππουρικό οξύ» ιατρ. αμινικό παράγωγο τού ιππουρικού οξέος που χρησιμοποιείται στη λειτουργική έρευνα τών νεφρών για τη μέτρηση τής ποσότητας τού πλάσματος τού αίματος που διέρχεται από τους νεφρούς σε ένα λεπτό …   Dictionary of Greek

  • Παρὰ κωφῶ ἀποπέρδειν. — См. Не шепчи глухому, не мигай слепому …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • παρά χείρα — Α (κατά τον Ησύχ.) «μετὰ χεῑρα, ἐν χερσί» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”